θυμίτας

θυμίτας
θυμί̱τᾱς , θυμίτης
flavoured with thyme
masc acc pl
θυμί̱τᾱς , θυμίτης
flavoured with thyme
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θυμίτης — θυμίτης, ὁ (Α) [θύμον] ανακατωμένος ή αρωματισμένος με θύμο*, με θυμάρι (α. «ἅλας θυμίτας οἶσε» φέρε αλάτι ανακατωμένο με ρίγανη, Αριστοφ. β. «θυμίτης οἶνος» κρασί αρωματισμένο με θυμάρι, Διοσκ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”